- ταινιόπωλις
- ταινιόπωλιςdealer infem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταινιόπωλις — ώλιδος, ἡ, Α αυτή που πουλά ταινίες, δηλαδή ζώνες, επιδέσμους κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + πωλις, θηλ. τού πώλης*] … Dictionary of Greek
ταινιόπωλιν — ταινιόπωλις dealer in fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)